περιγίνομαι

περιγίνομαι
περιγίνομαι aor. 3 sg. περιεγένετο (TestIss 3:5); pass. aor. ptc. fem. acc. sg. περιγενηθεῖσαν 1 Ch 28:19 (Hom. et al.; ins, pap, LXX; En 102:6; Test12Patr; Philo, Op. M. 155; Tat. 11, 2; T. Kellis 22, 97) to prevail over, overcome w. gen. (Hdt., Aristoph. et al.; Aelian, VH 1, 3; Vett. Val. p. 38, 20; 4 Macc 13:3; Jos., Ant. 7, 165) Hv 1, 3, 2.—DELG s.v. γίγνομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιγίνομαι — περιγίγνομαι to be superior to pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՂԹՈՒԿ — ( ) NBH 2 0317 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. ՅԱՂԹՈՒԿ ԼԻՆԵԼ. περιγίνομαι supersum, superior sum, supero. Յաղթկու եւ տոկուն լինել. *Երկայնմտութեամբ յաղթուկ լինել փորձութեանցն. Բրս. սղ.: *Մի՛ ասեր, թէ ոչ կարեմ յաղթուկ լինել եւ տեւել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”